ἐπίπταισμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A snap of the fingers, Ar.Fr.773 (pl.).
German (Pape)
[Seite 973] τό, = ἐπίπαισμα, Arist. bei Poll. 2, 199.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπταισμα: τό, ἐπίπαισμα, κροῦσμα τῶν δακτύλων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 609· πρβλ. ἐπίπαισμα.
Greek Monolingual
ἐπίπταισμα ή ἐπίπαιμα, τὸ (Α) πταίσμα
κρούση, χτύπημα με τα δάχτυλα.