επιπολαιότητα

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
έλλειψη σοβαρότητας, προχειρότητα, απερισκεψία, ελαφρότητα, απροσεξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπόλαιος. Η λ. στον λόγιο τ. επιπολαιότης μαρτυρείται από το 1816 στον Αδ. Κοραή].