προχειρότητα

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source

Greek Monolingual

η / προχειρότης, -ητος, ΝΑ πρόχειρος
νεοελλ.
η ιδιότητα του πρόχειρου, η έλλειψη μελέτης ή επεξεργασίας ή της απαραίτητης προσοχής («το διάβασε με προχειρότητα»)
αρχ.
1. το να είναι κάτι πρόχειρο, εύκολο να χρησιμοποιηθεί («προχειρότητες συκοφαντικαί», Φιλόδ.)
2. φρ. «ἡ προχειρότης τῆς ἀμέθοδου ὕλης» — η συγκέντρωση του μη επεξεργασμένου υλικού ενός φιλολογικού έργου (Σέξτ. Εμπ.).