επισιτίζω

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπισιτίζομαι) σιτίζω
μέσ. ἐπισιτίζομαι
εφοδιάζομαι με τα απαραίτητα τρόφιμα
νεοελλ.
εφοδιάζω κάποιον με τα αναγκαία τρόφιμα
αρχ.
μέσ. α) προμηθεύομαι κάποιο εφόδιο («ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι», Θουκ.)
β) παρασιτώ.