ἐπισπαστήρ, ὁ (Α)1. το χερούλι της πόρτας2. αλιευτικό σχοινί για το τράβηγμα του διχτιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < επισπώ + επίθημα -τηρ (πρβλ. στεγασ-τήρ)].