επισπαστήρ

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

ἐπισπαστήρ, ὁ (Α)
1. το χερούλι της πόρτας
2. αλιευτικό σχοινί για το τράβηγμα του διχτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επισπώ + επίθημα -τηρ (πρβλ. στεγαστήρ)].