επισπώ

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

ἐπισπῶ, ἐπισπάω (AM)
1. σέρνω προς το μέρος μου
2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζωπέποιθα τοῦτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.)
αρχ.
1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῦ ῥόπτρου», Ξεν.)
2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου τέθνηκεν», Δημοσθ.)
3. (για γένι) αφήνω να μακρύνει
4. θέλγω, πείθω («καὶ οὔτω δὴ ἐπισπᾷ σφόδρα τὴν ψυχήν», Πλάτ.)
5. παρακινώ, προτρέπω («ἐπισπάσασθαι αὐτούς ἡγεῖτο προθυμήσεσθαι», Θουκ.)
6. πίνω, ρουφώ
7. (για βρέφη) θηλάζω
8. καλώ, προσκαλώ («ἐπισπασαμένων Πύρρον», Πολ.)
9. ανατρέπω
10. τραβώ τήν άκροβυστία προς τα κάτω για να φαίνεται οτι δεν έχω περιτομή
11. επιφέρω, προξενώ («τοσόνδε πλῆθος πημάτων ἐπέσπασεν», Αισχύλ.)
12. μέσ. ἐπισπῶμαι, -άομαι
α) προκαλώ («ἐπεσπάσατο... τὸ ἕτερον ἐπινόημα»)
β) απορροφώ, απομυζώ
13. παθ. α) καλούμαι για εργασία
β) (για τη θάλασσα) επιστρέφωἐξαπίνης πάλιν ἐπισπωμένης», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σπω «τραβώ, σύρω»].