Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
ἐπιστεφής, -ές (AM)
ο καλυμμένος, σκεπασμένος («ὕλης ἀγρίας ἐπιστεφής», Αρχίλ.)
μσν.
στολισμένος («ἐπιστεφής φρονήσεως ἡ κεφαλή», Ευστ.)
αρχ.
φρ. «κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο» — κρατήρες γεμάτους κρασί μέχρι τη στεφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στεφής (< στέφος)].