επίτευξη

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπίτευξις) επιτυγχάνω
επιτυχία, κατόρθωση, πραγματοποίηση (α. «επίτευξη δανείου» β. «εὐκαιρία χρόνου ἐπίτευξις, ἐν ᾧ χρὴ παθεῑν τι ἢ ποιῆσαι», Πλάτ.)
αρχ.
1. ευστοχία
2. ευτυχία, επιτυχία
3. συζήτηση, διάλογος.