Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
η (AM ἐπίσταξις) επιστάζω
1. αιμορραγία της μύτης
2. το να στάζει, να ρίχνει κανείς υγρό σε μια επιφάνεια στάλα στάλα.