τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
ἐποικτίζω (Α) έποικτος1. αισθάνομαι οίκτο, συμπόνια για κάποιον2. μέσ. ἐποικτίζομαιθρηνώ, οδύρομαι.