Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
ἐποικτίζω (Α) έποικτος1. αισθάνομαι οίκτο, συμπόνια για κάποιον2. μέσ. ἐποικτίζομαιθρηνώ, οδύρομαι.