τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
ἐποικτίζω (Α) έποικτος1. αισθάνομαι οίκτο, συμπόνια για κάποιον2. μέσ. ἐποικτίζομαιθρηνώ, οδύρομαι.