επιχειρηματίας
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
ο επιχείρημα
1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με επιχείρηση εμπορική, βιοτεχνική, βιομηχανική κ.λπ., ιδιοκτήτης και διευθυντής επιχειρήσεως
2. εκείνος που χρησιμοποιεί πειστικά επιχειρήματα στις συζητήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στον Αδ. Κοραή].