εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
ἐρίδιον, τὸ (Α)(υποκορ. του έριον) μαλλί λεπτό ή μικρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < έριον υποκορ. επίθημα + -ίδιον].