μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
-ές (AM ἐρυθροειδής, -ές)αυτός που έχει κόκκινη όψη, ο κοκκινωπόςνεοελλ.αυτός που μοιάζει με τη νόσο ερυθρά («ερυθροειδές εξάνθημα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -ειδής < είδος].