ερυσίβη

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

και ερυσίφη, η (AM ἐρυσίβη)
μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει ιδιαίτερα το σιτάρι και το κριθάρι («αὐχμοὶ καὶ ἐρυσίβη», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη του τύπου αλεξί-κακος, βροντησι-κέραυνος, τερψί-μβροτος και εμφανίζει ως α’ συνθετικό θ. ερυ-σι- (πρβλ. ερυσίπελας, ερυσίσκηπτρον) που αποτελεί παρέκταση σε -σ- της ρίζας τών ερεύθω, ερυθρός (πρβλ. λατ. russus, λιθ. raũsvas, αρχ. σλαβ. rusŭ, αρχ. άνω γερμ. rost), ενώ ως β’ συνθετικό εμφανίζει σπάνιο επίθημα -βη].