ερπηστής

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἑρπηστής) έρπω
νεοελλ.
γένος σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας τών βιβεριδών, μαγκούστα
αρχ.
1. το ερπετό
2. «ἑρπηστής μῡς» — το ποντίκι
3. νηματόζωο της Μεδίνης
4. ως επίθ. αυτός που έρπει.