εσπερίδα
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
Greek Monolingual
η (AM ἑσπερίς, -ίδος) εσπέρα
νεοελλ.
1. φιλική βραδινή συγκέντρωση
2. βραδινή ή νυχτερινή γιορτή που γίνεται δημόσια για φιλανθρωπικό ή άλλο κοινωφελή σκοπό
3. βοτ.
γένος δικότυλων ποωδών φυτών
4. στον πληθ. οι εσπερίδες
οικογένεια λεπιδόπτερων ροπαλόκερων εντόμων
αρχ.
1. δυτική («ἑσπερὶς ἅλμη», Νόνν.)
2. άνθος που ευωδιάζει το βράδυ
3. ως κύριο όν. αἱ Ἑσπερίδες
μυθικές κόρες της νύχτας («τὰ μῆλα τῶν Ἑσπερίδων» — τα χρυσά μήλα του κήπου τον οποίο φύλαγαν οι Εσπερίδες)
4. φρ. «Ἑσπερίδων νῆσοι» — τα νησιά Κασσιτερίδες.