ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
ἑρπήνη, ἡ (Α)ασθένεια του δέρματοςβλ. έρπης.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ερπήν, -ήνος].