Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
ἑρπήνη, ἡ (Α)ασθένεια του δέρματοςβλ. έρπης.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ερπήν, -ήνος].