ερπήνη

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

ἑρπήνη, ἡ (Α)
ασθένεια του δέρματος
βλ. έρπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ερπήν, -ήνος].