εὔγαμος, -ον (Α)1. (για πρόσωπο) ευτυχισμένος στον γάμο του, καλοπαντρεμένος2. ευνοϊκός ή ευχάριστος σχετικά με τον γάμο (α. «εὔγαμος εὐνή» β. «εὔγαμον ὕδωρ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γάμος (< γάμος < γαμώ), πρβλ. απειρό-γαμος].