εὔγαμος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
εὔγαμον, happily married, of persons, Heph.Astr.1.1, Paul.Al.N.4, Nonn.D.1.27; also εὐνή, ὕδωρ, Id.13.352, 20.144.
German (Pape)
[Seite 1059] glücklich verheiratet, Nonn., E. M.
Greek (Liddell-Scott)
εὔγᾰμος: -ον, εὐτυχῆ γάμον συνάψας, εὐτυχὴς ἐν τῷ γάμῳ, Νόνν. Δ. 1. 27. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὔγαμος· ἐπίθετον Ἀθηναίων».
Greek Monolingual
εὔγαμος, -ον (Α)
1. (για πρόσωπο) ευτυχισμένος στον γάμο του, καλοπαντρεμένος
2. ευνοϊκός ή ευχάριστος σχετικά με τον γάμο (α. «εὔγαμος εὐνή» β. «εὔγαμον ὕδωρ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γάμος (< γάμος < γαμώ), πρβλ. απειρόγαμος].