εὐείμων

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A well-dressed, A.Pers.181: Sup. -ειμονώτατος Max.Tyr.3.10.

German (Pape)

[Seite 1064] ον, wohlgekleidet, Aesch. Pers. 177 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐείμων: -ον, = εὐείματος, δύο γυναῖκ’ εὐείμονε Αἰσχύλ. Πέρσ. 181.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
richement vêtu.
Étymologie: εὖ, εἷμα.

Greek Monolingual

εὐείμων, -ον (Α)
ωραία ντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ειμων (< είμα «ένδυμα» < έννυμι «ενδύομαι»), πρβλ. κακο-είμων, μελαν-είμων].