είμα
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
Greek Monolingual
εἷμα, το (Α)
1. ένδυμα, ιμάτιο
2. στρωσίδι, σκέπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fεσ-μα, με σίγηση του -σ- και αντέκταση του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ- απαντά στο έννυμι. Η λ. είμα, της οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. vas-man- «ένδυμα» και εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -ειμων.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αβροείμων, ανείμων, δνοφοείμων, δροσοείμων, δυσείμων, ευείμων, κακοείμων, κροκοείμων, λαμπρείμων, λαμπροείμων, λευκοείμων, μεγαλοείμων, μελανείμων, μελανοείμων, μελανονεκυοείμων, μονοείμων, ποικιλείμων, πολυείμων, πτεροείμων, φαιδροείμων, φοινικοείμων, χρυσοείμων.