ευεπίφορος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

εὐεπίφορος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που εύκολα κλίνει προς κάτι ή παρασύρεται σε κάτιεὐεπίφορος πρὸς τὴν ἀσέλγειαν»)
2. αυτός που οδηγεί κάπου με ευκολίαεὐεπίφορος ὁδὸς ἐπὶ τινα», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐεπιφόρως
1. με ευχαρίστηση, με ευκολία («πρὸς τὴν κακίαν ἔχοντες εὐεπιφόρως φύσει»)
2. εκουσίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-φορος (< επι-φέρω)].