ευεπίφορος

From LSJ

ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον → man is by nature a political animal

Source

Greek Monolingual

εὐεπίφορος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που εύκολα κλίνει προς κάτι ή παρασύρεται σε κάτιεὐεπίφορος πρὸς τὴν ἀσέλγειαν»)
2. αυτός που οδηγεί κάπου με ευκολίαεὐεπίφορος ὁδὸς ἐπὶ τινα», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐεπιφόρως
1. με ευχαρίστηση, με ευκολία («πρὸς τὴν κακίαν ἔχοντες εὐεπιφόρως φύσει»)
2. εκουσίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-φορος (< επι-φέρω)].