ευπαρουσίαστος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει καλή εμφάνιση, ωραίο παρουσιαστικό
2. (για πράγματα) αυτός που μπορεί να παρουσιαστεί ευπρεπώς, ο παρουσιάσιμος.
επίρρ...
ευπαρουσιάστως, ευπαρουσίαστα
με τρόπο ευπαρουσίαστο, ευπρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ-ουσιάζω (-ομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].