αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon
εὐσέληνος και εὐσέλανος, -ον (Α)1. λαμπερός, αστραφτερός, σαν να λάμπει το φως της σελήνης2. φρ. «εὐσέληνον φέγγος» — το λαμπερό φως της σελήνης.