Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εφέδρα

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

η (Α ἐφέδρα, ιων. τ. επέδρη)) εφέζομαι
νεοελλ.
γένος γυμνόσπερμων φυτών, το μόνο μέλος της οικογένειας εφεδρίδες και της τάξης εφεδρώδη
αρχ.
1. το να κάθεται κάποιος πάνω σε ένα μέρος, το καθισιό
2. πολιορκία, αποκλεισμός («ἐπέδρην ποιήσασθαι», Ηρόδ.)
3. περιφρούρηση πολιορκημένου μέρους
4. βάση, υποστήριγμα
5. (για άλογα) στάβλος
6. η επιφάνεια του κατωφλιού
7. βοτ. το φυτό ίππουρις.