ζεστασιά
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
η
1. θερμοκρασία ανεκτή και ευχάριστη, θαλπωρή («κι έχυνε στο κατάστρωμα του κρεβατιού τη ζεστασιά»)
2. φιλικό και γεμάτο αγάπη περιβάλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζέσταση + κατάλ. -ιά].