ηγάθεος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

ἠγάθεος, -έη, -ον, δωρ. τ. άγάθεος (Α)
(για τόπους που βρίσκονται κάτω από την προστασία θεών) πολύ θείος, πολύ ιερός, αγιότατος («ἠγάθεος Πύλος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό πρόθημα αγα- + θεός, με μετρική έκταση του αρχικού α].