ημαγειρικό σκεύος με το οποίο προσφέρεται ο ζωμός, σουπιέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + -δοχος < δέχομαι. Η λ. στον τ. ζωμοδόχη μαρτυρείται από το 1891 από τον Στέφανο Ξένο στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ].