ζωμοδόχος

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
μαγειρικό σκεύος με το οποίο προσφέρεται ο ζωμός, σουπιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + -δοχος < δέχομαι. Η λ. στον τ. ζωμοδόχη μαρτυρείται από το 1891 από τον Στέφανο Ξένο στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ].