σουπιέρα

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326

Greek Monolingual

η, Ν
βαθύ και ευρύχωρο σκεύος για το σερβίρισμα της σούπας στο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zuppiera < zuppa «σούπα»].