ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
ἡμιπέπειρος, -ον (Α)ήμιπέπανος, μισοώριμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πέπειρος < πέπειρα, θηλ. του πέπων «ώριμος», με αντίστροφη παραγωγή].