ημέριος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212

Greek Monolingual

ἡμέριος, -ον (AM, Α δωρ. τ. ἁμέριος, -ον) ημέρα
μσν.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἡμέριον
καθημερινά
αρχ.
1. αυτός που διαρκεί μία ημέρα («ἁμερίω γέννᾳ», Ευρ.)
2. ημερήσιος, καθημερινός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡμέριοι
οι θνητοί.