ἡμεροφανής

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

German (Pape)

[Seite 1166] ές, dasselbe, Arist. Top. 6, 4 nach Plat. defin. 411 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροφᾰνής: -ές, ὁρατός ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἄστρον Ὅρ. Πλάτ. 411 Α, Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 14.

Greek Monolingual

ἡμεροφανής, -ές (Α)
ορατός κατά τη διάρκεια της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + φανής (< θ. φαν- πρβλ. ε-φάν-ην, παθ. αόρ. του φαίνω), πρβλ. επι-φανής, πασι-φανής].