ηχοβολίδα

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η
συσκευή ηχοεντοπισμού που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους τών ωκεανών και για τον εντοπισμό υποβρύχιων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τ. ηχοβολίς, αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. echo-sounder)].