θεαροδόκος
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
θε-δοκία, Dor. for θεωπ- (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1190] ὁ, dor. = θεωροδόκος, die θεωροί aufnehmend, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱροδόκος: -δοκία, Δωρ. ἀντὶ θεωρ-.
Greek Monolingual
θεαροδόκος, -ον (Α)
δωρ. τ. του θεωροδόκος.