θαμυρός
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
ά, όν,
A frequented, ὁδός Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰμῠρός: -ά, -όν, συχναζόμενος, ὁδός, ἡ λεωφόρος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θαμυρός, -ά, -όν (Α)
πολυσύχναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Θάμυρις.