θαψία
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
English (LSJ)
ἡ,
A deadly carrot, Thapsia garganica, Arist.Pr.864a5, Thphr. HP9.9.1,6, Dsc.4.153, Plin.HN13.124.
German (Pape)
[Seite 1189] ἡ, ein Kraut, Theophr. u. Diosc. S. θάψος.
Greek (Liddell-Scott)
θαψία: ἡ, = θάψος, Ἀριστ. Προβλ. 1. 41, 1, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 9, 1, Διοσκ. 4. 157.
Spanish
Greek Monolingual
θαψία, ἡ (Α)
θάψος
νεοελλ.
είδος φυτού της οικογένειας τών προσωπανθών, κν. θαψιά, πολύκαρπος
αρχ.
είδος βοτάνου.