ἡμίτριψις

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A half-massage, Gal.18(2).873.

Greek Monolingual

ἡμίτριψις, ἡ (Α)
ελαφρά μάλαξη μερών του σώματος για θεραπευτικό σκοπό, μασάζ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τρίψις (< τρίβω)].