μασάζ

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

το
η μάλαξη μερών του σώματος για θεραπευτικούς ή αισθητικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. massage < masser «τρίβω» < αραβ. massa «χαϊδεύω, τρίβω»].