θεοσοφιστής

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

ο, θηλ. θεοσοφίστρια
αυτός που ασχολείται με τη θεοσοφία ή ο οπαδός της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεοσοφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εστία].