θέρετρο

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91

Greek Monolingual

το (Α θέρετρον)
τόπος κατάλληλος για θερινή διαμονή
νεοελλ.
θερινή κατοικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος + επίθημα -τρον παρεκτεταμένος τ. με -ε- (πρβλ. δέλ-ετρον)].