θέρετρο
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
το (Α θέρετρον)
τόπος κατάλληλος για θερινή διαμονή
νεοελλ.
θερινή κατοικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος + επίθημα -τρον παρεκτεταμένος τ. με -ε- (πρβλ. δέλ-ετρον)].