θερμολουτρώ
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
Greek Monolingual
θερμολουτρῶ, -έω (Α)
θερμολουτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -λουτρώ < λουτρόν (πρβλ. ξηρο-λουτρώ, φιλο-λουτρώ)].