θερμολουτώ

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

θερμολουτῶ, -έω (Α)
κάνω ζεστά λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + (-λουτώ < -λούτης < λούω), πρβλ. αλουτώ, ψυχρολουτώ].