θερμολουτώ
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
θερμολουτῶ, -έω (Α)
κάνω ζεστά λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + (-λουτώ < -λούτης < λούω), πρβλ. α-λουτώ, ψυχρο-λουτώ].