θερμοκινητήρας

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
μηχανή η οποία μετατρέπει τη θερμότητα σε μηχανικό έργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + κινητήρας. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. moteur thermique)].