χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
[Seite 1215] άδος, ἡ, fem. zum Vorigen; κύων Lycophr. 612; bespringend, Nic. Ther. 130.
θουράς, ἡ (Α) θούροςμετγ. θηλ. του θουραίος.