ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
θουραῖος, -αία, -ον (Α) θούρος(κατά τον Ησύχ.) βίαιος, ορμητικός, ασελγής, λάγνος.